άλυπος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(3)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλυπος]], -ον)<br />ο απαλλαγμένος από θλίψεις και στενοχώριες, ο [[δίχως]] [[λύπη]], ο [[αμέριμνος]], ο [[απίκραντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν προξενεί [[θλίψη]] ή πόνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀλυπον ἡ [[ἀλυπία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄλυπον [[ἄνθος]] ἀνίας», για το [[κρασί]], [[ποτό]] που απαλλάσσει, που ελευθερώνει από τις θλίψεις<br />«ἀλύπως τοῑς ἄλλοις ζῶ», ζω [[χωρίς]] να [[ενοχλώ]] τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λύπη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλυπία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλυπος]], -ον)<br />ο απαλλαγμένος από θλίψεις και στενοχώριες, ο [[δίχως]] [[λύπη]], ο [[αμέριμνος]], ο [[απίκραντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν προξενεί [[θλίψη]] ή πόνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀλυπον ἡ [[ἀλυπία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄλυπον [[ἄνθος]] ἀνίας», για το [[κρασί]], [[ποτό]] που απαλλάσσει, που ελευθερώνει από τις θλίψεις<br />«ἀλύπως τοῖς ἄλλοις ζῶ», ζω [[χωρίς]] να [[ενοχλώ]] τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λύπη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλυπία]].
}}
}}

Latest revision as of 17:56, 25 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλυπος, -ον)
ο απαλλαγμένος από θλίψεις και στενοχώριες, ο δίχως λύπη, ο αμέριμνος, ο απίκραντος
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί θλίψη ή πόνο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλυπον ἡ ἀλυπία
3. φρ. «ἄλυπον ἄνθος ἀνίας», για το κρασί, ποτό που απαλλάσσει, που ελευθερώνει από τις θλίψεις
«ἀλύπως τοῖς ἄλλοις ζῶ», ζω χωρίς να ενοχλώ τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λύπη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυπία.