ομαλής: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[έδαφος]]) [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («ἀνελθόντι [[ὁμαλής]] ἐστιν ὁ [[λόφος]] καὶ [[ἐπίπεδος]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους νεφρούς) [[γλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για [[φύλλωμα]]) [[λείος]]<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) [[ισοταχής]]<br /><b>5.</b> (για συνθήκες ζωής) μη [[υπερβολικός]], [[μέτριος]], [[μετρημένος]]<br /><b>6.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] («καὶ ζῆν μετ' [[ἀλλήλων]] ἅπαντας ὁμαλεῑς καὶ ίσοκλήρους | |mltxt=[[ὁμαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[έδαφος]]) [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («ἀνελθόντι [[ὁμαλής]] ἐστιν ὁ [[λόφος]] καὶ [[ἐπίπεδος]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους νεφρούς) [[γλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για [[φύλλωμα]]) [[λείος]]<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) [[ισοταχής]]<br /><b>5.</b> (για συνθήκες ζωής) μη [[υπερβολικός]], [[μέτριος]], [[μετρημένος]]<br /><b>6.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] («καὶ ζῆν μετ' [[ἀλλήλων]] ἅπαντας ὁμαλεῑς καὶ ίσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ής</i>, -<i>ές</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
Greek Monolingual
ὁμαλής, -ές (Α)
1. (για το έδαφος) επίπεδος, ομαλός («ἀνελθόντι ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος καὶ ἐπίπεδος», Παυσ.)
2. (για τους νεφρούς) γλιστερός
3. (για φύλλωμα) λείος
4. (για κίνηση) ισοταχής
5. (για συνθήκες ζωής) μη υπερβολικός, μέτριος, μετρημένος
6. (για περιουσία) ίσος («καὶ ζῆν μετ' ἀλλήλων ἅπαντας ὁμαλεῑς καὶ ίσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός, κατά τα επίθ. σε -ής, -ές].