περίπους: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οδος, ὁ, ἡ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῑς ποσὶν ὑποδημάτων<br />ἤ ἀκριβῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] «[[πόδι]]»].
|mltxt=-οδος, ὁ, ἡ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων<br />ἤ ἀκριβῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] «[[πόδι]]»].
}}
}}

Revision as of 18:05, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπους Medium diacritics: περίπους Low diacritics: περίπους Capitals: ΠΕΡΙΠΟΥΣ
Transliteration A: perípous Transliteration B: peripous Transliteration C: peripous Beta Code: peri/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, A fitting close, as a shoe to the foot, Hsch., Phot. (better divisim, περὶ ποδός and περὶ πόδα).

German (Pape)

[Seite 589] = περιπόδιος 2, rings anschließend, anpassend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

περίπους: οδος, ὁ, ἡ, «περίποδος, (νῦν γράφεται διῃρημ. περὶ ποδός)· ἀντὶ τοῦ ἁρμόζον. καὶ περὶ πόδα· τὸ ἡρμοσμένον, ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων», προσέτι «περὶ πόδα· οὕτως ἐκάλουν τὸ ἁρμόζον· μεταφέροντες ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων. ἢ ἀκριβῶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων
ἤ ἀκριβῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πούς «πόδι»].