εναπόκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(11) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐναπόκειμαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b><br /><b>1.</b> <i>ἐναπόκειται</i><br />βρίσκεται στη [[διάθεση]], στην [[εξουσία]] κάποιου, εξαρτάται από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[είναι]] [[χρέος]], [[είναι]] [[υποχρέωση]] κάποιου, ανήκει σε κάποιον, [[είναι]] υποχρεωμένος να...<br /><b>μσν.</b><br />αποθηκεύομαι, αποταμιεύομαι, σοδιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόκειμαι]] σ' έναν [[τόπο]] («πηγὰς ἐναποκεῑσθαι | |mltxt=(AM [[ἐναπόκειμαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b><br /><b>1.</b> <i>ἐναπόκειται</i><br />βρίσκεται στη [[διάθεση]], στην [[εξουσία]] κάποιου, εξαρτάται από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[είναι]] [[χρέος]], [[είναι]] [[υποχρέωση]] κάποιου, ανήκει σε κάποιον, [[είναι]] υποχρεωμένος να...<br /><b>μσν.</b><br />αποθηκεύομαι, αποταμιεύομαι, σοδιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόκειμαι]] σ' έναν [[τόπο]] («πηγὰς ἐναποκεῑσθαι τοῖς τόποις», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 25 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐναπόκειμαι)
νεοελλ.
απρόσ.
1. ἐναπόκειται
βρίσκεται στη διάθεση, στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
2. είναι χρέος, είναι υποχρέωση κάποιου, ανήκει σε κάποιον, είναι υποχρεωμένος να...
μσν.
αποθηκεύομαι, αποταμιεύομαι, σοδιάζομαι
αρχ.
απόκειμαι σ' έναν τόπο («πηγὰς ἐναποκεῑσθαι τοῖς τόποις», Πλούτ.).