απόκειμαι

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπόκειμαι, νεοελλ. συνήθως απρόσωπο: απόκειται) κείμαι
1. είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος
2. «απόκειται σ' εμένα» — είναι χρέος μου, οφείλω να
3. «απόκειται σε κάποιον» — είναι στο χέρι του, εξαρτάται από την κρίση του
μσν.
είμαι ακάλυπτος, απροστάτευτος
αρχ.
είμαι παραμελημένος.