εναπόκειμαι
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐναπόκειμαι)
νεοελλ.
απρόσ.
1. ἐναπόκειται
βρίσκεται στη διάθεση, στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
2. είναι χρέος, είναι υποχρέωση κάποιου, ανήκει σε κάποιον, είναι υποχρεωμένος να...
μσν.
αποθηκεύομαι, αποταμιεύομαι, σοδιάζομαι
αρχ.
απόκειμαι σ' έναν τόπο («πηγὰς ἐναποκεῖσθαι τοῖς τόποις», Πλούτ.).