ἐναπόκειμαι
καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
English (LSJ)
Pass., to be stored up in, τόποις Plu.Aem.14, CPHerm.6.14 (iii A. D.): metaph., ψυχῇ, μνήμῃ, Ph.1.293, Porph.Plot.1, cf. Plot.3.6.2.
Spanish (DGE)
1 estar depositado, guardado en c. dat. o compl. de lugar τόποις Plu.Aem.14, cf. Procop.Aed.3.4.16, θερμότης ἐν τῷ βάθει Gal.19.604, cf. Iul.Ar.217.3, Alex.Trall.2.537.16, ἔνδον τῶν ὀστέων ... ὁ μυελός ἐναπόκειται Anon.Hier.Luc.7.6, ἐν τοῖς ταμείοις Olymp.Iob 237.21
•abs. μηχανῶνται πλέγμα ... εἰς τὸ μετ' εὐρυχωρίας ἐναποκεῖσθαι τὸ βρέφος construyen una cesta para que el niño esté depositado (en ella) con holgura I.AI 2.220, κειμηλίων μὲν ἄλλων τῶν ἐναποκειμένων οὐδενὸς θιγόντες Hld.5.5.3.
2 fig. estar depositado, contenido en
a) la mente, c. dat. τὰ ἐναποκείμενα ... τῇ ψυχῇ βουλεύματα Ph.1.293, cf. Alcin.155.28, Gr.Nyss.Eun.2.282, Porph.Plot.1.16, abs. μῆνις δὲ ὀργὴ ... ἐναποκειμένη Chrysipp.Stoic.3.96.17, περὶ τὰς νοήσεις, ἃς ἐναποκειμένας μὲν «ἐννοίας» καλοῦσι κινουμένας δὲ «διανοήσεις» sobre las cogniciones, que llaman «nociones» cuando están almacenadas en reposo y «conceptos» cuando son dinámicas según los estoicos, Plu.2.961c, cf. Epicur.[1] 33, Gal.19.381, Plot.3.6.2, αἱ πρόδρομοι τοῦ θεοῦ φωναὶ ... αἰνίσσονταί μοι τὴν ἐναποκειμένην σωτηρίαν las voces precursoras de Dios me insinúan la salvación que está contenida en ellas, Clem.Al.Prot.1.9;
b) en escritos, c. dat. θεοῦ ... γραφὴ ἐναποκειμένη τῇ πλακί la Escritura de Dios contenida en las tablas de la Ley Clem.Al.Strom.6.16.133, πολλοὶ λόγοι περὶ τιμωρίας τοῖς Εὐαγγελίοις ἐναπόκεινται Chrys.M.55.99, part. pres. subst. τινα τῶν ἐναποκειμένων ἐφώτισα Vett.Val.259.4
•ser inherente a c. dat. ἡ ἐναποκειμένη τοῖς ἀνθρώποις αἰδώς Gr.Nyss.Hom.in Eccl.315.14.
German (Pape)
[Seite 828] (s. κεῖμαι), darin aufbewahrt liegen; τόποις Plut. Aem. Paul. 14; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
se trouver dans, être enfermé dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀπόκειμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐναπόκειμαι: внутри лежать, находиться, быть сокрытым (τοῖς τόποις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόκειμαι: ἀπόκειμαι ἔν τινι τόπῳ, ὑδάτων... πηγὰς ἐναποκεῖσθαι τοῖς τόποις Πλουτ. Αἰμιλ. 14.
Greek Monolingual
(AM ἐναπόκειμαι)
νεοελλ.
απρόσ.
1. ἐναπόκειται
βρίσκεται στη διάθεση, στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
2. είναι χρέος, είναι υποχρέωση κάποιου, ανήκει σε κάποιον, είναι υποχρεωμένος να...
μσν.
αποθηκεύομαι, αποταμιεύομαι, σοδιάζομαι
αρχ.
απόκειμαι σ' έναν τόπο («πηγὰς ἐναποκεῖσθαι τοῖς τόποις», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐναπόκειμαι: Παθ., φυλάσσομαι, αποθηκεύομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
Pass. to be stored up in, c. dat., Plut.