συγκατάθεση: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(39) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον | |mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῖς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον | |mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῖς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 25 March 2021
Greek Monolingual
η / συγκατάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α συγκατατίθημι
επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῖς πράττουσι», Πολ.)
νεοελλ.
(νομ.) συναίνεση προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας
αρχ.
1. συμφωνία
2. (στη στωική φιλοσοφία) συγκατάνευση του νου προς τα διδασκόμενα
3. υποταγή
4. γραμμ. κατάφαση, βεβαίωση («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», Σοφ.).
Greek Monolingual
η / συγκατάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α συγκατατίθημι
επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῖς πράττουσι», Πολ.)
νεοελλ.
(νομ.) συναίνεση προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας
αρχ.
1. συμφωνία
2. (στη στωική φιλοσοφία) συγκατάνευση του νου προς τα διδασκόμενα
3. υποταγή
4. γραμμ. κατάφαση, βεβαίωση («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῡσι», Σοφ.).