τέρθρο: Difference between revisions

From LSJ

τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον → far-shining star of the blue land

Source
(41)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[τέρθρον]], ΝΑ<br /><b>ναυτ.</b> το εξώτατο [[άκρο]] του κέρατος του επιδρόμου, κν. [[σήμερα]] [[πινό]] του πικιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το πιο ακραίο, το έσχατο [[σημείο]] ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> το [[τέρμα]] της ζωής, ο [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]]) [[κρίση]]<br /><b>4.</b> (για [[βουνό]]) η [[κορυφή]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[στέγη]] οικίας» <br />β) «τὸ [[ἄκρον]] τοῡ κέρως»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] τον <b>[[Πολυδ]].</b>) «τὸ τῶν παρωτίδων [[μέχρι]] κλειδῶν [[μέρος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρο]]), με [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βάρ</i>-<i>θρον</i>). Η λ. με αρχική σημ. «[[άκρο]], [[τέρμα]], [[σημείο]] αιχμής» (για τη σημ. της λ. <b>βλ.</b> και λ. [[τέρμα]]) χρησιμοποιήθηκε ως [[τεχνικός]] όρος της ναυτικής ορολογίας].
|mltxt=το / [[τέρθρον]], ΝΑ<br /><b>ναυτ.</b> το εξώτατο [[άκρο]] του κέρατος του επιδρόμου, κν. [[σήμερα]] [[πινό]] του πικιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το πιο ακραίο, το έσχατο [[σημείο]] ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> το [[τέρμα]] της ζωής, ο [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]]) [[κρίση]]<br /><b>4.</b> (για [[βουνό]]) η [[κορυφή]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[στέγη]] οικίας» <br />β) «τὸ [[ἄκρον]] τοῦ κέρως»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] τον <b>[[Πολυδ]].</b>) «τὸ τῶν παρωτίδων [[μέχρι]] κλειδῶν [[μέρος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρο]]), με [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βάρ</i>-<i>θρον</i>). Η λ. με αρχική σημ. «[[άκρο]], [[τέρμα]], [[σημείο]] αιχμής» (για τη σημ. της λ. <b>βλ.</b> και λ. [[τέρμα]]) χρησιμοποιήθηκε ως [[τεχνικός]] όρος της ναυτικής ορολογίας].
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

το / τέρθρον, ΝΑ
ναυτ. το εξώτατο άκρο του κέρατος του επιδρόμου, κν. σήμερα πινό του πικιού
αρχ.
1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.)
2. το τέρμα της ζωής, ο θάνατος
3. (για ασθένεια) κρίση
4. (για βουνό) η κορυφή
5. (κατά τον Ησύχ.) α) «στέγη οικίας»
β) «τὸ ἄκρον τοῦ κέρως»
6. (κατά τον Πολυδ.) «τὸ τῶν παρωτίδων μέχρι κλειδῶν μέρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα ter- «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρο), με επίθημα -θρον (πρβλ. βάρ-θρον). Η λ. με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής» (για τη σημ. της λ. βλ. και λ. τέρμα) χρησιμοποιήθηκε ως τεχνικός όρος της ναυτικής ορολογίας].