εφικνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(15)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐφικνοῡμαι και ιων. τ. ἐπικνοῡμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (για δύο αντίπαλους μαχητές) [[φθάνω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> [[φθάνω]]<br /><b>3.</b> εκτείνομαι, απλώνομαι, [[φθάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[επαρκώ]], [[φθάνω]]<br /><b>5.</b> επεκτείνομαι<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]]<br /><b>7.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος («ἐφικνοῡμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> [[ανέρχομαι]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) [[είμαι]] [[ικανός]]<br /><b>10.</b> [[επιτυγχάνω]] κάποιο σκοπό<br /><b>11.</b> (για [[δηλητήριο]]) [[προσβάλλω]] ζωτικό [[σημείο]], [[είμαι]] [[αποτελεσματικός]]<br /><b>12.</b> [[επέρχομαι]], [[φθάνω]] κάποιον<br /><b>13.</b> (με αιτ.) [[αρμόζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐφικνοῡμαι [[πληγάς]] τινα» — [[πλήττω]], [[κτυπώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
|mltxt=ἐφικνοῦμαι και ιων. τ. ἐπικνοῦμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (για δύο αντίπαλους μαχητές) [[φθάνω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> [[φθάνω]]<br /><b>3.</b> εκτείνομαι, απλώνομαι, [[φθάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[επαρκώ]], [[φθάνω]]<br /><b>5.</b> επεκτείνομαι<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]]<br /><b>7.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος («ἐφικνοῦμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> [[ανέρχομαι]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) [[είμαι]] [[ικανός]]<br /><b>10.</b> [[επιτυγχάνω]] κάποιο σκοπό<br /><b>11.</b> (για [[δηλητήριο]]) [[προσβάλλω]] ζωτικό [[σημείο]], [[είμαι]] [[αποτελεσματικός]]<br /><b>12.</b> [[επέρχομαι]], [[φθάνω]] κάποιον<br /><b>13.</b> (με αιτ.) [[αρμόζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐφικνοῦμαι [[πληγάς]] τινα» — [[πλήττω]], [[κτυπώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐφικνοῦμαι και ιων. τ. ἐπικνοῦμαι, -έομαι (Α)
1. (για δύο αντίπαλους μαχητές) φθάνω κοντά σε κάποιον, πλησιάζω
2. φθάνω
3. εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω σε κάτι
4. επαρκώ, φθάνω
5. επεκτείνομαι
6. πλησιάζω, προσεγγίζω
7. γίνομαι κάτοχος ενός πράγματος («ἐφικνοῦμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)
8. ανέρχομαι σε κάποιο αξίωμα
9. (με απρμφ.) είμαι ικανός
10. επιτυγχάνω κάποιο σκοπό
11. (για δηλητήριο) προσβάλλω ζωτικό σημείο, είμαι αποτελεσματικός
12. επέρχομαι, φθάνω κάποιον
13. (με αιτ.) αρμόζω σε κάτι
14. φρ. «ἐφικνοῦμαι πληγάς τινα» — πλήττω, κτυπώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκνοῦμαι «φθάνω»].