ανανέωση: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(3) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀνανέωσις]]) [[ | |mltxt=η (Α [[ἀνανέωσις]]) [[ἀνανεοῦμαι]]<br /><b>1.</b> το να ξαναδίνει [[κανείς]] ισχύ σε [[κάτι]], η εκ νέου [[υπόσταση]]<br /><b>2.</b> [[αναζωογόνηση]], [[ξανάνιωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] και [[πάλι]] καινούργιο, να το παρουσιάζει με βελτιωμένη [[μορφή]], [[επιδιόρθωση]], [[φρεσκάρισμα]]<br /><b>2.</b> [[αντικατάσταση]] πράγματος που πάλιωσε με καινούργιο, [[ανακαίνιση]]<br /><b>3.</b> [[αναδιοργάνωση]], [[αναδιάρθρωση]]<br /><b>4.</b> (για συμβάσεις, γραμμάτια <b>κ.λπ.</b>) [[παράταση]] της διάρκειας ή προθεσμίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανάκληση]] στη [[μνήμη]], [[ξαναζωντάνεμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
η (Α ἀνανέωσις) ἀνανεοῦμαι
1. το να ξαναδίνει κανείς ισχύ σε κάτι, η εκ νέου υπόσταση
2. αναζωογόνηση, ξανάνιωμα
νεοελλ.
1. το να κάνει κανείς κάτι και πάλι καινούργιο, να το παρουσιάζει με βελτιωμένη μορφή, επιδιόρθωση, φρεσκάρισμα
2. αντικατάσταση πράγματος που πάλιωσε με καινούργιο, ανακαίνιση
3. αναδιοργάνωση, αναδιάρθρωση
4. (για συμβάσεις, γραμμάτια κ.λπ.) παράταση της διάρκειας ή προθεσμίας
αρχ.
ανάκληση στη μνήμη, ξαναζωντάνεμα.