θρομβούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ θρομβοῡμαι, -έομαι) [[θρόμβος]]<br /><b>1.</b> [[πήζω]] σε μικρούς σβώλους, [[σχηματίζω]] θρόμβους<br /><b>2.</b> (για [[γάλα]]) [[πήζω]], [[κόβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιέχω]] θρόμβους.
|mltxt=(ΑΜ θρομβοῦμαι, -έομαι) [[θρόμβος]]<br /><b>1.</b> [[πήζω]] σε μικρούς σβώλους, [[σχηματίζω]] θρόμβους<br /><b>2.</b> (για [[γάλα]]) [[πήζω]], [[κόβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιέχω]] θρόμβους.
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ θρομβοῦμαι, -έομαι) θρόμβος
1. πήζω σε μικρούς σβώλους, σχηματίζω θρόμβους
2. (για γάλα) πήζω, κόβω
αρχ.
περιέχω θρόμβους.