οσιώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(29)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁσιῶ, -όω (Α) [[όσιος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον όσιο<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[ενοχή]] ή [[έγκλημα]] με εξιλαστήρια [[θυσία]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[εξιλέωση]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὁσιοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[διατηρώ]] [[κάτι]] αγνό και αμόλυντο<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> εξαγνίζομαι<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὁσιῶ (τινα) τῇ γῆ» — [[κηδεύω]] (κάποιον) από [[αίσθημα]] ευσέβειας.
|mltxt=ὁσιῶ, -όω (Α) [[όσιος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον όσιο<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[ενοχή]] ή [[έγκλημα]] με εξιλαστήρια [[θυσία]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[εξιλέωση]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὁσιοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[διατηρώ]] [[κάτι]] αγνό και αμόλυντο<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> εξαγνίζομαι<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὁσιῶ (τινα) τῇ γῆ» — [[κηδεύω]] (κάποιον) από [[αίσθημα]] ευσέβειας.
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

ὁσιῶ, -όω (Α) όσιος
1. κάνω κάποιον όσιο
2. απαλλάσσω κάποιον από ενοχή ή έγκλημα με εξιλαστήρια θυσία
3. κάνω εξιλέωση
4. μέσ. ὁσιοῦμαι, -όομαι
διατηρώ κάτι αγνό και αμόλυντο
5. παθ. εξαγνίζομαι
6. φρ. «ὁσιῶ (τινα) τῇ γῆ» — κηδεύω (κάποιον) από αίσθημα ευσέβειας.