πανουργώ: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(30)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α [[πανούργος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ικανός]] να διαπράξω [[κάθε]] [[απάτη]], [[είμαι]] [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[απατεώνας]] («ὅσια πανουργήσασα» — [[αφού]] τόλμησε να διαπράξει ένα [[δίκαιο]] [[έγκλημα]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πανουργοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i>- νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες ουσίες.
|mltxt=-έω, Α [[πανούργος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ικανός]] να διαπράξω [[κάθε]] [[απάτη]], [[είμαι]] [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[απατεώνας]] («ὅσια πανουργήσασα» — [[αφού]] τόλμησε να διαπράξει ένα [[δίκαιο]] [[έγκλημα]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πανουργοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>- νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες ουσίες.
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω, Α πανούργος
1. είμαι ικανός να διαπράξω κάθε απάτη, είμαι πανούργος, δόλιος, απατεώνας («ὅσια πανουργήσασα» — αφού τόλμησε να διαπράξει ένα δίκαιο έγκλημα, Σοφ.)
2. παθ. πανουργοῦμαι, -έομαι- νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες ουσίες.