χυμώ: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-όω, Α [[χυμός]]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[γεύση]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χυμοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i>- μετατρέπομαι σε χυμό.<br /><b>(II)</b><br />και [[χουμώ]] και [[χιμώ]], -άω, και [[χυμίζω]] και [[χιμίζω]] και χοιμίζω και [[χουμίζω]], Ν<br />[[ορμώ]], [[εφορμώ]], ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με [[ορμή]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «σαν λυσσασμένα τα σκυλλιά χυμήσανε, προφθάξαν», Βιζυην.<br />β. «χύμηξε [[πάνω]] του και του 'δωσε ένα σωρό γροθιές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χύμα]] «[[πλημμύρα]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το ρ. <i>ψημίζω</i>, το οποίο στη μσν. έλαβε σημ. «[[επιδεικνύω]] τη δύναμή μου, [[τρέχω]] [[έφιππος]]». Στην αβέβαιη ετυμολ. της λ., εξάλλου, οφείλονται και οι ποικίλες γρφ.: [[χιμώ]] / [[χιμίζω]], <i>χοιμίζω</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-όω, Α [[χυμός]]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[γεύση]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χυμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i>- μετατρέπομαι σε χυμό.<br /><b>(II)</b><br />και [[χουμώ]] και [[χιμώ]], -άω, και [[χυμίζω]] και [[χιμίζω]] και χοιμίζω και [[χουμίζω]], Ν<br />[[ορμώ]], [[εφορμώ]], ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με [[ορμή]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «σαν λυσσασμένα τα σκυλλιά χυμήσανε, προφθάξαν», Βιζυην.<br />β. «χύμηξε [[πάνω]] του και του 'δωσε ένα σωρό γροθιές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χύμα]] «[[πλημμύρα]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το ρ. <i>ψημίζω</i>, το οποίο στη μσν. έλαβε σημ. «[[επιδεικνύω]] τη δύναμή μου, [[τρέχω]] [[έφιππος]]». Στην αβέβαιη ετυμολ. της λ., εξάλλου, οφείλονται και οι ποικίλες γρφ.: [[χιμώ]] / [[χιμίζω]], <i>χοιμίζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:48, 26 March 2021

Greek Monolingual

(I)
-όω, Α χυμός
1. προσδίδω γεύση σε κάτι
2. παθ. χυμοῦμαι, -όομαι- μετατρέπομαι σε χυμό.
(II)
και χουμώ και χιμώ, -άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν
ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν λυσσασμένα τα σκυλλιά χυμήσανε, προφθάξαν», Βιζυην.
β. «χύμηξε πάνω του και του 'δωσε ένα σωρό γροθιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. χύμα «πλημμύρα», ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το ρ. ψημίζω, το οποίο στη μσν. έλαβε σημ. «επιδεικνύω τη δύναμή μου, τρέχω έφιππος». Στην αβέβαιη ετυμολ. της λ., εξάλλου, οφείλονται και οι ποικίλες γρφ.: χιμώ / χιμίζω, χοιμίζω].