ξυλώ: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(27)
 
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ξυλῶ, -όω (Α) [[ξύλον]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[ξύλο]] («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ξυλοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[γίνομαι]] [[ξύλο]] («ξυλοῡται γὰρ σκληρυνόμενα [[οἷον]] ἐν τοῑς φοίνιξι», Θεόφρ.)<br />β) (για πρόσ. προσβεβλημένα από τέτανο) [[γίνομαι]] [[σκληρός]] και [[άκαμπτος]] σαν [[ξύλο]], [[αποκτώ]] [[ακαμψία]] ξύλου.
|mltxt=ξυλῶ, -όω (Α) [[ξύλον]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από [[ξύλο]] («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ξυλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[γίνομαι]] [[ξύλο]] («ξυλοῦται γὰρ σκληρυνόμενα [[οἷον]] ἐν τοῖς φοίνιξι», Θεόφρ.)<br />β) (για πρόσ. προσβεβλημένα από τέτανο) [[γίνομαι]] [[σκληρός]] και [[άκαμπτος]] σαν [[ξύλο]], [[αποκτώ]] [[ακαμψία]] ξύλου.
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 26 March 2021

Greek Monolingual

ξυλῶ, -όω (Α) ξύλον
1. μεταβάλλω κάτι σε ξύλο
2. κατασκευάζω κάτι από ξύλο («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ)
3. παθ. ξυλοῦμαι, -όομαι
α) γίνομαι ξύλο («ξυλοῦται γὰρ σκληρυνόμενα οἷον ἐν τοῖς φοίνιξι», Θεόφρ.)
β) (για πρόσ. προσβεβλημένα από τέτανο) γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν ξύλο, αποκτώ ακαμψία ξύλου.