ξυλώ
From LSJ
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
Greek Monolingual
ξυλῶ, -όω (Α) ξύλον
1. μεταβάλλω κάτι σε ξύλο
2. κατασκευάζω κάτι από ξύλο («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ)
3. παθ. ξυλοῦμαι, -όομαι
α) γίνομαι ξύλο («ξυλοῦται γὰρ σκληρυνόμενα οἷον ἐν τοῖς φοίνιξι», Θεόφρ.)
β) (για πρόσ. προσβεβλημένα από τέτανο) γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν ξύλο, αποκτώ ακαμψία ξύλου.