ποντοπορώ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(33)
 
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ποντοπορῶ, -έω, ΝΜΑ [[ποντοπόρος]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[διαπλέω]] τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]] («καὶ [[πλῆθος]] ἐφοδίων ἄφθονον, [[ὅπως]] ἐπιλίπῃ [[μηδέν]] αὐτοὺς ποντοποροῡντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παλεύω]] με τις αντιξοότητες της ζωής.
|mltxt=ποντοπορῶ, -έω, ΝΜΑ [[ποντοπόρος]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[διαπλέω]] τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]] («καὶ [[πλῆθος]] ἐφοδίων ἄφθονον, [[ὅπως]] ἐπιλίπῃ [[μηδέν]] αὐτοὺς ποντοποροῦντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παλεύω]] με τις αντιξοότητες της ζωής.
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

ποντοπορῶ, -έω, ΝΜΑ ποντοπόρος
1. (για πλοίο) διαπλέω τη θάλασσα
2. (για πρόσ.) ταξιδεύω με πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος («καὶ πλῆθος ἐφοδίων ἄφθονον, ὅπως ἐπιλίπῃ μηδέν αὐτοὺς ποντοποροῦντας», Πλούτ.)
αρχ.
μτφ. παλεύω με τις αντιξοότητες της ζωής.