ζυγώ: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(16) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α ζυγῶ, -έω) [[ζυγόν]]<br />[[στέκομαι]], τοποθετούμαι [[μαζί]] με άλλους παραπλεύρως [[κατά]] [[μέτωπο]], στον ίδιο [[ζυγό]], δηλ. στην [[ίδια]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] παράταξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζυγείτε επί [[δεξιά]]» — [[παράγγελμα]] για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που στέκεται [[πρώτος]] στο δεξιό [[άκρο]] της παράταξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] ή [[παρελαύνω]] εφ' ενός ζυγού, [[κατά]] [[μέτωπον]]<br /><b>2.</b> [[ταλαντεύω]], [[ζυγίζω]], [[σταθμίζω]] («το | |mltxt=<b>(I)</b><br />(Α ζυγῶ, -έω) [[ζυγόν]]<br />[[στέκομαι]], τοποθετούμαι [[μαζί]] με άλλους παραπλεύρως [[κατά]] [[μέτωπο]], στον ίδιο [[ζυγό]], δηλ. στην [[ίδια]] [[ευθεία]] [[γραμμή]] παράταξης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζυγείτε επί [[δεξιά]]» — [[παράγγελμα]] για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που στέκεται [[πρώτος]] στο δεξιό [[άκρο]] της παράταξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] ή [[παρελαύνω]] εφ' ενός ζυγού, [[κατά]] [[μέτωπον]]<br /><b>2.</b> [[ταλαντεύω]], [[ζυγίζω]], [[σταθμίζω]] («το ζυγεῖν ταλαντᾱν λέγουσιν», Ετυμ. Μέγ.).<br /><b>(II)</b><br />-όω<br /><b>βλ.</b> [[ζυγώνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:20, 26 March 2021
Greek Monolingual
(I)
(Α ζυγῶ, -έω) ζυγόν
στέκομαι, τοποθετούμαι μαζί με άλλους παραπλεύρως κατά μέτωπο, στον ίδιο ζυγό, δηλ. στην ίδια ευθεία γραμμή παράταξης
νεοελλ.
φρ. «ζυγείτε επί δεξιά» — παράγγελμα για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που στέκεται πρώτος στο δεξιό άκρο της παράταξης
αρχ.
1. βαδίζω ή παρελαύνω εφ' ενός ζυγού, κατά μέτωπον
2. ταλαντεύω, ζυγίζω, σταθμίζω («το ζυγεῖν ταλαντᾱν λέγουσιν», Ετυμ. Μέγ.).
(II)
-όω
βλ. ζυγώνω.