συνηγορώ: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(40) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συνηγορῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνηγορῶ, -έω, και αιολ. τ. συναγορῶ, -έω, Α [[συνήγορος]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[υπέρ]] κάποιου, τον [[υποστηρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[εκτελώ]] χρέη συνηγόρου, [[αγορεύω]] ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξω το [[δίκαιο]] ενός διαδίκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ενισχύω]] κάποιον ηθικά, [[βοηθώ]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[επιβεβαιώνω]] («όλα τα στοιχεία συνηγορούν [[υπέρ]] της γνώμης σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] ορισμένη [[άποψη]] ( | |mltxt=συνηγορῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνηγορῶ, -έω, και αιολ. τ. συναγορῶ, -έω, Α [[συνήγορος]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[υπέρ]] κάποιου, τον [[υποστηρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[εκτελώ]] χρέη συνηγόρου, [[αγορεύω]] ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξω το [[δίκαιο]] ενός διαδίκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ενισχύω]] κάποιον ηθικά, [[βοηθώ]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[επιβεβαιώνω]] («όλα τα στοιχεία συνηγορούν [[υπέρ]] της γνώμης σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] ορισμένη [[άποψη]] («συνηγορεῖν περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ συνηγορούμενοι ὑπ' ἐμοῡ» — οι πελάτες μου <b>πάπ.</b>. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
συνηγορῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνηγορῶ, -έω, και αιολ. τ. συναγορῶ, -έω, Α συνήγορος
1. μιλώ υπέρ κάποιου, τον υποστηρίζω
2. (νομ.) εκτελώ χρέη συνηγόρου, αγορεύω ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξω το δίκαιο ενός διαδίκου
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ενισχύω κάποιον ηθικά, βοηθώ
2. συνεκδ. επιβεβαιώνω («όλα τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της γνώμης σου»)
αρχ.
1. δέχομαι ορισμένη άποψη («συνηγορεῖν περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ», Αριστοτ.)
2. φρ. «οἱ συνηγορούμενοι ὑπ' ἐμοῡ» — οι πελάτες μου πάπ..