υπογραμμός: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(43)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπογραμμός]], ΝΜΑ [[υπογράφω]]<br /><b>1.</b> [[δείγμα]] για [[γραφή]], [[υπόδειγμα]]<br /><b>2.</b> [[παράδειγμα]], [[πρότυπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τύπος]] και [[υπογραμμός]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πρότυπο]] για [[μίμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διδαχή]], [[μάθημα]] («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ [[σωτήρ]], μὴ φρονεῑν ἐφ' ἑαυτοῑς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῡ βοηθείας», Ωριγ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[βαφή]] για το [[δέρμα]] του γυναικείου προσώπου [[κάτω]] από τα βλέφαρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περίγραμμα]], [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε [[σειρά]] λέξεων όλα τα γράμματα του αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).
|mltxt=ο / [[ὑπογραμμός]], ΝΜΑ [[υπογράφω]]<br /><b>1.</b> [[δείγμα]] για [[γραφή]], [[υπόδειγμα]]<br /><b>2.</b> [[παράδειγμα]], [[πρότυπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τύπος]] και [[υπογραμμός]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πρότυπο]] για [[μίμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διδαχή]], [[μάθημα]] («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ [[σωτήρ]], μὴ φρονεῖν ἐφ' ἑαυτοῑς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῡ βοηθείας», Ωριγ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[βαφή]] για το [[δέρμα]] του γυναικείου προσώπου [[κάτω]] από τα βλέφαρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περίγραμμα]], [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε [[σειρά]] λέξεων όλα τα γράμματα του αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).
}}
}}

Revision as of 20:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ υπογράφω
1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα
2. παράδειγμα, πρότυπο
νεοελλ.
φρ. «τύπος και υπογραμμός»
(για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση
μσν.-αρχ.
διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῖν ἐφ' ἑαυτοῑς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῡ βοηθείας», Ωριγ.)
μσν.
βαφή για το δέρμα του γυναικείου προσώπου κάτω από τα βλέφαρα
αρχ.
1. περίγραμμα, σχέδιο
2. φρ. «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε σειρά λέξεων όλα τα γράμματα του αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).