επιφωνώ: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπιφωνῶ, -έω)<br />[[φωνάζω]], [[αναφωνώ]] («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες<br />σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]] πανηγυρικά, [[φανερώνω]]<br /><b>2.</b> [[προσφωνώ]]<br /><b>3.</b> [[διατάζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιφωνοῦμαι</i><br />α) [[συμβουλεύω]], [[προτρέπω]]<br />β) [[παραγγέλνω]], [[διατάζω]]<br />γ) [[γνωστοποιώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μιλώ]], λέω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναφέρω]] [[κάτι]] με το όνομά του, [[μιλώ]] για [[κάτι]] («ὦ παῑδες, ἀπεῑπεν ἐμοὶ ἐκεῑνος [[μήτε]] πελάζειν ἐς τούσδε τόπους μήτ’ ἐπιφωνεῑν... ἱερὰν θήκην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επονομάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] χαρακτηριστικά («βοὴν ἀγαθὸς [[Μενέλαος]] λέγεται<br />τοῑς γὰρ ἀνδρειοτάτοις [[Ὅμηρος]] εἴωθεν ἐπιφωνεῑν, καλούντων τῶν παλαιῶν τὸν πόλεμον βοήν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] τίτλο<br /><b>4.</b> [[αντιφωνώ]] σε τελετουργικές πράξεις («προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῑς δαπανωμένης τῆς θυσίας,...τῶν τε λοιπῶν ἐπιφωνούντων, ὡς Νεεμίου», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] επεξηγηματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φωνώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
|mltxt=(AM ἐπιφωνῶ, -έω)<br />[[φωνάζω]], [[αναφωνώ]] («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες<br />σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]] πανηγυρικά, [[φανερώνω]]<br /><b>2.</b> [[προσφωνώ]]<br /><b>3.</b> [[διατάζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιφωνοῦμαι</i><br />α) [[συμβουλεύω]], [[προτρέπω]]<br />β) [[παραγγέλνω]], [[διατάζω]]<br />γ) [[γνωστοποιώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μιλώ]], λέω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναφέρω]] [[κάτι]] με το όνομά του, [[μιλώ]] για [[κάτι]] («ὦ παῑδες, ἀπεῑπεν ἐμοὶ ἐκεῖνος [[μήτε]] πελάζειν ἐς τούσδε τόπους μήτ’ ἐπιφωνεῖν... ἱερὰν θήκην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επονομάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] χαρακτηριστικά («βοὴν ἀγαθὸς [[Μενέλαος]] λέγεται<br />τοῑς γὰρ ἀνδρειοτάτοις [[Ὅμηρος]] εἴωθεν ἐπιφωνεῖν, καλούντων τῶν παλαιῶν τὸν πόλεμον βοήν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]] τίτλο<br /><b>4.</b> [[αντιφωνώ]] σε τελετουργικές πράξεις («προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῑς δαπανωμένης τῆς θυσίας,...τῶν τε λοιπῶν ἐπιφωνούντων, ὡς Νεεμίου», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] επεξηγηματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φωνώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπιφωνῶ, -έω)
φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες
σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)
μσν.
1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω
2. προσφωνώ
3. διατάζω
4. μέσ. ἐπιφωνοῦμαι
α) συμβουλεύω, προτρέπω
β) παραγγέλνω, διατάζω
γ) γνωστοποιώ
αρχ.-μσν.
μιλώ, λέω
αρχ.
1. αναφέρω κάτι με το όνομά του, μιλώ για κάτι («ὦ παῑδες, ἀπεῑπεν ἐμοὶ ἐκεῖνος μήτε πελάζειν ἐς τούσδε τόπους μήτ’ ἐπιφωνεῖν... ἱερὰν θήκην», Σοφ.)
2. επονομάζω κάποιον ή κάτι χαρακτηριστικά («βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος λέγεται
τοῑς γὰρ ἀνδρειοτάτοις Ὅμηρος εἴωθεν ἐπιφωνεῖν, καλούντων τῶν παλαιῶν τὸν πόλεμον βοήν», Αθήν.)
3. προσθέτω τίτλο
4. αντιφωνώ σε τελετουργικές πράξεις («προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῑς δαπανωμένης τῆς θυσίας,...τῶν τε λοιπῶν ἐπιφωνούντων, ὡς Νεεμίου», ΠΔ)
5. προσθέτω κάτι επεξηγηματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φωνώ (< φωνή)].