κροκύδα: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(22)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κροκύς]], -ύδος)<br />το [[λεπτό]] [[χνούδι]] που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κροκεὺς ἑδρική» — [[υπόθετο]]<br /><b>2.</b> «κροκύδας ἀφαιρεῑν» — το να τινάζει [[κάποιος]] το [[χνούδι]] από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με [[δουλοπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύς</i>, -<i>ύδος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πηλαμ</i>-<i>ύς</i>, <i>χλαμ</i>-<i>ύς</i>)].
|mltxt=η (AM [[κροκύς]], -ύδος)<br />το [[λεπτό]] [[χνούδι]] που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κροκεὺς ἑδρική» — [[υπόθετο]]<br /><b>2.</b> «κροκύδας ἀφαιρεῖν» — το να τινάζει [[κάποιος]] το [[χνούδι]] από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με [[δουλοπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύς</i>, -<i>ύδος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πηλαμ</i>-<i>ύς</i>, <i>χλαμ</i>-<i>ύς</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

η (AM κροκύς, -ύδος)
το λεπτό χνούδι που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα
αρχ.
φρ.
1. «κροκεὺς ἑδρική» — υπόθετο
2. «κροκύδας ἀφαιρεῖν» — το να τινάζει κάποιος το χνούδι από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με δουλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) + επίθημα -ύς, -ύδος (πρβλ. πηλαμ-ύς, χλαμ-ύς)].