πρόσοψη: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(35)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πρόσοψις]], -όψεως, ΝΜΑ [[ὄψις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η πρόσθια όψη αντικειμένου και, [[ιδίως]], οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα σού χαλάσω την [[πρόσοψη]]»<br /><b>(διαλ.)</b> θα σού καταστρέψω το [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[πρόσωπο]] («σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η εξωτερική όψη, η [[εμφάνιση]] ενός αντικειμένου<br /><b>2.</b> κοίταγμα, [[θέαση]] («εἰς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθὼν ἐγὼ γυναικός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που βλέπει ή παρατηρεί [[κανείς]] με [[προσοχή]], θέα («ξενίζουσαν ἅμα καὶ καταπληκτικὴν συνέβαινε [[γίγνεσθαι]] τὴν πρόσοψιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> [[επαγρύπνηση]], [[προσοχή]].
|mltxt=η / [[πρόσοψις]], -όψεως, ΝΜΑ [[ὄψις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η πρόσθια όψη αντικειμένου και, [[ιδίως]], οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα σού χαλάσω την [[πρόσοψη]]»<br /><b>(διαλ.)</b> θα σού καταστρέψω το [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[πρόσωπο]] («σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η εξωτερική όψη, η [[εμφάνιση]] ενός αντικειμένου<br /><b>2.</b> κοίταγμα, [[θέαση]] («εἰς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθὼν ἐγὼ γυναικός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που βλέπει ή παρατηρεί [[κανείς]] με [[προσοχή]], θέα («ξενίζουσαν ἅμα καὶ καταπληκτικὴν συνέβαινε [[γίγνεσθαι]] τὴν πρόσοψιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> [[επαγρύπνηση]], [[προσοχή]].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 27 March 2021

Greek Monolingual

η / πρόσοψις, -όψεως, ΝΜΑ ὄψις
νεοελλ.
1. η πρόσθια όψη αντικειμένου και, ιδίως, οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του
2. φρ. «θα σού χαλάσω την πρόσοψη»
(διαλ.) θα σού καταστρέψω το πρόσωπο
μσν.-αρχ.
το πρόσωπο («σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν», Σοφ.)
αρχ.
1. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση ενός αντικειμένου
2. κοίταγμα, θέαση («εἰς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθὼν ἐγὼ γυναικός», Ευρ.)
3. καθετί που βλέπει ή παρατηρεί κανείς με προσοχή, θέα («ξενίζουσαν ἅμα καὶ καταπληκτικὴν συνέβαινε γίγνεσθαι τὴν πρόσοψιν», Πολ.)
4. πιθ. επαγρύπνηση, προσοχή.