εφάμιλλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(15)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐφάμιλλος]], -ον)<br />[[άξιος]] να έλθει σε [[άμιλλα]] με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με [[κάτι]], [[ισάξιος]] (α. «τα ελληνικά υφάσματα [[είναι]] εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν [[ὑπογραμμός]], τῶν μαρτύρων [[ἐφάμιλλος]]», Μηναί.<br />γ. «[[ἀρχή]] [[ἐφάμιλλος]] ταῑς μεγίσταις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ ἐφαμίλλου» — ισάξια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφάμιλλον</i><br />[[ισότητα]], [[ομοιότητα]], ίση [[αξία]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] άμιλλας, αυτός για τον οποίο αμιλλώνται, συναγωνίζονται κάποιοι («ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν [[πατρίδα]] εὐνοίας ἐν καινῷ πᾱσι κειμένης», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφαμίλλως</i> (Α ἐφαμίλλως και ἐφάμιλλον και ἐφάμιλλα)<br />με τον ίδιο ζήλο, με ίση ανταγωνιστική [[διάθεση]] («ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῑον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἅμιλλα]] «[[αγώνας]], [[συναγωνισμός]]»].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐφάμιλλος]], -ον)<br />[[άξιος]] να έλθει σε [[άμιλλα]] με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με [[κάτι]], [[ισάξιος]] (α. «τα ελληνικά υφάσματα [[είναι]] εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν [[ὑπογραμμός]], τῶν μαρτύρων [[ἐφάμιλλος]]», Μηναί.<br />γ. «[[ἀρχή]] [[ἐφάμιλλος]] ταῖς μεγίσταις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ ἐφαμίλλου» — ισάξια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφάμιλλον</i><br />[[ισότητα]], [[ομοιότητα]], ίση [[αξία]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] άμιλλας, αυτός για τον οποίο αμιλλώνται, συναγωνίζονται κάποιοι («ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν [[πατρίδα]] εὐνοίας ἐν καινῷ πᾱσι κειμένης», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφαμίλλως</i> (Α ἐφαμίλλως και ἐφάμιλλον και ἐφάμιλλα)<br />με τον ίδιο ζήλο, με ίση ανταγωνιστική [[διάθεση]] («ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῑον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἅμιλλα]] «[[αγώνας]], [[συναγωνισμός]]»].
}}
}}

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, -ον)
άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί.
γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῖς μεγίσταις», Πολ.)
μσν.
φρ. «ἐξ ἐφαμίλλου» — ισάξια
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφάμιλλον
ισότητα, ομοιότητα, ίση αξία
2. αυτός που αποτελεί αντικείμενο άμιλλας, αυτός για τον οποίο αμιλλώνται, συναγωνίζονται κάποιοι («ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδα εὐνοίας ἐν καινῷ πᾱσι κειμένης», Δημοσθ.).
επίρρ...
εφαμίλλως (Α ἐφαμίλλως και ἐφάμιλλον και ἐφάμιλλα)
με τον ίδιο ζήλο, με ίση ανταγωνιστική διάθεση («ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῑον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅμιλλα «αγώνας, συναγωνισμός»].