ἐφάμιλλος

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάμιλλος Medium diacritics: ἐφάμιλλος Low diacritics: εφάμιλλος Capitals: ΕΦΑΜΙΛΛΟΣ
Transliteration A: ephámillos Transliteration B: ephamillos Transliteration C: efamillos Beta Code: e)fa/millos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἅμιλλα)
A a match for, equal to, rivalling, ἐ. γίγνεσθαί τινι X.Mem.3.3.12, Isoc.1.12 codd.; ἀρχὴ ἐ. ταῖς μεγίσταις Plb. 32.8.3; τὸ ἐ. equality, evenness, Plu.2.153f. Adv. ἐφαμίλλως, ἀγωνίσασθαι Id.Cleom.39, cf.Aristaenet.1.2.
II Pass., regarded as an object of rivalry or contention, ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδα εὐνοίας ἐν κοινῷ πᾶσι κειμένης D.18.320; ἐφάμιλλον ποιεῖν τι Id.20.102; νίκην ἐ. ποιεῖν Plu. 2.214d; ὅπως ἐφάμιλλον ᾖ πᾶσι.. φιλοδοξεῖν IG22.1227.20, cf. 1292.18.

German (Pape)

[Seite 1112] was ein Gegenstand des Streites u. Wetteifers ist, ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδα εὐνοίας ἐν κοινῷ πᾶσι κειμένης, obwohl Alle in der Liebe zum Vaterlande wetteifern können, Dem. 18, 320; ἐφάμιλλον ποιεῖν τὸ ποιεῖν ἀλλήλους εὖ, das Wohlthun zum Gegenstande des Wetteifers machen, 20, 102; – wetteifernd womit, nahe kommend, ähnlich, οὐδεὶς τούτῳ ἐφάμιλλος γίγνεται Xen. Mem. 3, 3, 12; τοῖς τοῦ πατρὸς ἐπιτηδεύμασι, nacheifern, Isocr. 1, 12; ἐφ. τοῖς μεγίστοις Pol. 32, 23, 3, öfter, wie Plut.; auch adv., Cleom. 39; Aristaen. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est un sujet de rivalité, au sujet duquel on rivalise;
2 qui rivalise avec, τινι ; τὸ ἐφάμιλλον PLUT émulation, rivalité.
Étymologie: ἐπί, ἅμιλλα.

Russian (Dvoretsky)

ἐφάμιλλος: (ᾰ)
1 служащий предметом соревнования; ἐ. ἡ εἰς τὴν πατρίδα εὔνοια Dem. соревнование в патриотизме;
2 соревнующийся, могущий соперничать, т. е. (почти) равный (τινι Xen., Isocr., Polyb.): πρὸς δόξαν ἐ. τινι περὶ τὰς συνηγορίας Plut. оспаривающий у кого-л. славу лучшего адвоката.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάμιλλος: ᾰ, ον, (ἅμιλλα) ὡς καὶ νῦν, ἴσοςἀντίπαλος, ὅμοιος, ἐφ. γίγνεσθαί τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 13, Ἰσοκρ. 4C· τὸ ἐφ., ἰσότης, ὁμοιότης, Πλούτ. 2. 617C. - Ἐπίρρ. -λως Πλουτ. Κλεομ. 39. ΙΙ. Παθ., θεωρούμενος ὡς ἀντικείμενον ἀνταγωνισμοῦ ἢ ἁμίλλης, ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδα εὐνοίας ἐν κοινῷ πᾶσι κειμένης Δημ. 331. 10· ἐφάμιλλον ποεῖν τι ὁ αὐτ. 488. 13· ὅπως ἐφάμιλλον ᾖ πᾶσι… φιλοδοξεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 20, πρβλ. 97, 120. 18.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, -ον)
άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί.
γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῖς μεγίσταις», Πολ.)
μσν.
φρ. «ἐξ ἐφαμίλλου» — ισάξια
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφάμιλλον
ισότητα, ομοιότητα, ίση αξία
2. αυτός που αποτελεί αντικείμενο άμιλλας, αυτός για τον οποίο αμιλλώνται, συναγωνίζονται κάποιοι («ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδα εὐνοίας ἐν καινῷ πᾱσι κειμένης», Δημοσθ.).
επίρρ...
εφαμίλλως (Α ἐφαμίλλως και ἐφάμιλλον και ἐφάμιλλα)
με τον ίδιο ζήλο, με ίση ανταγωνιστική διάθεση («ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῖον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅμιλλα «αγώνας, συναγωνισμός»].

Greek Monotonic

ἐφάμιλλος: [ᾰ], -ον (ἅμιλλα),
I. ισάξιος, ίσος, όμοιος προς, αντίπαλος, ἐφ. γίγνεσθαι τινι, σε Ξεν.
II. Παθ., αυτός που θεωρείται ως αντικείμενο ανταγωνισμού ή διαμάχης, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐφ-ᾰ́μιλλος, ον ἅμιλλα
I. a match for, equal to, rivalling, ἐφ. γίγνεσθαί τινι Xen.
II. pass. regarded as an object of rivalry or contention, Dem.

English (Woodhouse)

an object of rivalry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)