συνοικώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνοικῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α [[σύνοικος]]<br />[[διαμένω]] στην [[ίδια]] [[κατοικία]], [[συγκατοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαούς) [[σχηματίζω]] [[κοινωνία]] («ἡλληνίσθησαν τὴν νῡν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνδρα και [[γυναίκα]]) ζω [[μαζί]] με κάποιον ως σύζυγός του ή, [[απλώς]], [[συζώ]] με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) μοιράζομαι τον ίδιο οίκο, βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[θέση]] του ζωδιακού κύκλου με άλλον<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[καταλαμβάνω]] και [[κατοικώ]] από κοινού («συνοικήσοντας Κυρηναίοισι Λιβύην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>απόλ.</b> ζω ως [[έγγαμος]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με συναισθήματα ή περιστάσεις) [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος με [[κάτι]] («κατακτείνας ἐμοὺς ἐχθροὺς τὸ λοιπὸν μὴ συνοικοίην φόβῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνοικοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[τόπο]]) [[είμαι]] πυκνοκατοικημένος («[[μέρος]] [[ὄντα]] τῆς πόλεως οὐδὲ συνοικούμενον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=συνοικῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α [[σύνοικος]]<br />[[διαμένω]] στην [[ίδια]] [[κατοικία]], [[συγκατοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαούς) [[σχηματίζω]] [[κοινωνία]] («ἡλληνίσθησαν τὴν νῦν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνδρα και [[γυναίκα]]) ζω [[μαζί]] με κάποιον ως σύζυγός του ή, [[απλώς]], [[συζώ]] με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) μοιράζομαι τον ίδιο οίκο, βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[θέση]] του ζωδιακού κύκλου με άλλον<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[καταλαμβάνω]] και [[κατοικώ]] από κοινού («συνοικήσοντας Κυρηναίοισι Λιβύην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>απόλ.</b> ζω ως [[έγγαμος]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με συναισθήματα ή περιστάσεις) [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος με [[κάτι]] («κατακτείνας ἐμοὺς ἐχθροὺς τὸ λοιπὸν μὴ συνοικοίην φόβῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνοικοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[τόπο]]) [[είμαι]] πυκνοκατοικημένος («[[μέρος]] [[ὄντα]] τῆς πόλεως οὐδὲ συνοικούμενον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 27 March 2021

Greek Monolingual

συνοικῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α σύνοικος
διαμένω στην ίδια κατοικία, συγκατοικώ
αρχ.
1. (για λαούς) σχηματίζω κοινωνία («ἡλληνίσθησαν τὴν νῦν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», Θουκ.)
2. (για άνδρα και γυναίκα) ζω μαζί με κάποιον ως σύζυγός του ή, απλώς, συζώ με κάποιον
3. αστρολ. (για πλανήτη) μοιράζομαι τον ίδιο οίκο, βρίσκομαι στην ίδια θέση του ζωδιακού κύκλου με άλλον
4. (σχετικά με τόπο) καταλαμβάνω και κατοικώ από κοινού («συνοικήσοντας Κυρηναίοισι Λιβύην», Ηρόδ.)
5. απόλ. ζω ως έγγαμος
6. (σχετικά με συναισθήματα ή περιστάσεις) είμαι στενά συνδεδεμένος με κάτι («κατακτείνας ἐμοὺς ἐχθροὺς τὸ λοιπὸν μὴ συνοικοίην φόβῳ», Ευρ.)
7. παθ. συνοικοῦμαι, -έομαι
(για τόπο) είμαι πυκνοκατοικημένος («μέρος ὄντα τῆς πόλεως οὐδὲ συνοικούμενον», Πλούτ.).