ὁποσοσοῦν: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
m (Text replacement - "οῦν(" to "οῦν (") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|mltxt=ὁποσοσοῦν | |mltxt=ὁποσοσοῦν | ||
, ὁποσηοῦν | , ὁποσηοῦν | ||
, ὁποσονοῦν(Α)<br /><b>(αντων.)</b><br /><b>1.</b> όσο [[πολύς]], όσο [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁποσονοῦν | , ὁποσονοῦν (Α)<br /><b>(αντων.)</b><br /><b>1.</b> όσο [[πολύς]], όσο [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁποσονοῦν | ||
</i><br />οσοδήποτε [[μεγάλος]], όσες φορές [[περισσότερος]] ή όσες φορές μεγαλύτερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπόσος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οιοσ</i>-<i>ούν</i>)]. | </i><br />οσοδήποτε [[μεγάλος]], όσες φορές [[περισσότερος]] ή όσες φορές μεγαλύτερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπόσος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οιοσ</i>-<i>ούν</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 27 March 2021
German (Pape)
[Seite 362] wie viel auch immer; Thuc. 6, 56; Plat. Soph. 245 d; Luc. Iup. conf. 17.
French (Bailly abrégé)
ηοῦν, ονοῦν;
quelque grand ou nombreux que (il, elle ou cela) soit, n’importe combien.
Étymologie: ὁπόσος, οὖν.
Greek Monolingual
ὁποσοσοῦν
, ὁποσηοῦν
, ὁποσονοῦν (Α)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῦν
οσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσ-ούν)].
Russian (Dvoretsky)
ὁποσοσοῦν: ион. ὁκοσοσοῦν 3 какой бы ни был (по количеству или размерам), какой ни на есть, хоть какой-л.: εἰ καὶ ὁποσονοῦν ἐνδώσουσι Thuc. если они хоть сколько-нибудь уступят.