παρήχηση: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(31)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[παρήχησις]] -ήσεως, ΝΑ [[παρηχούμαι]]<br /><b>1.</b> <b>(γρομμ.)</b> η [[επανάληψη]], η [[διαδοχή]] του ίδιου φθόγγου σε συνεχόμενες συλλαβές ή λέξεις στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο («τυφλὸς τὰ τ' ᾦτα τον τε νοῡν τὰ τ' ὄμματ' εἶ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[σχήμα]] λόγου) [[παράθεση]] ομόηχων λέξεων της μιας [[κοντά]] στην [[άλλη]], που αρχικά εξέφραζε την ψυχολογική [[κατάσταση]] του ομιλητή, αργότερα όμως αποτέλεσε [[απλώς]] μία [[επινόηση]] για τη [[δημιουργία]] ακουστικών εντυπώσεων.
|mltxt=η / [[παρήχησις]] -ήσεως, ΝΑ [[παρηχούμαι]]<br /><b>1.</b> <b>(γρομμ.)</b> η [[επανάληψη]], η [[διαδοχή]] του ίδιου φθόγγου σε συνεχόμενες συλλαβές ή λέξεις στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο («τυφλὸς τὰ τ' ᾦτα τον τε νοῦν τὰ τ' ὄμματ' εἶ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[σχήμα]] λόγου) [[παράθεση]] ομόηχων λέξεων της μιας [[κοντά]] στην [[άλλη]], που αρχικά εξέφραζε την ψυχολογική [[κατάσταση]] του ομιλητή, αργότερα όμως αποτέλεσε [[απλώς]] μία [[επινόηση]] για τη [[δημιουργία]] ακουστικών εντυπώσεων.
}}
}}

Latest revision as of 15:24, 27 March 2021

Greek Monolingual

η / παρήχησις -ήσεως, ΝΑ παρηχούμαι
1. (γρομμ.) η επανάληψη, η διαδοχή του ίδιου φθόγγου σε συνεχόμενες συλλαβές ή λέξεις στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο («τυφλὸς τὰ τ' ᾦτα τον τε νοῦν τὰ τ' ὄμματ' εἶ», Σοφ.)
2. (ως σχήμα λόγου) παράθεση ομόηχων λέξεων της μιας κοντά στην άλλη, που αρχικά εξέφραζε την ψυχολογική κατάσταση του ομιλητή, αργότερα όμως αποτέλεσε απλώς μία επινόηση για τη δημιουργία ακουστικών εντυπώσεων.