Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπόσος: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(29)
 
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁπόσος]], Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. [[ὁππόσος]] και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. [[ὁκόσος]], -η, -ον)<br /><b>(αντων.)</b><br /><b>1.</b> όσο [[πολύς]], όσο [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (για αριθμό, [[ποσότητα]], [[μέγεθος]], [[διάστημα]]) πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλος]]<br /><b>3.</b> τόσο [[πολύς]], τόσο [[μεγάλος]]<br /><b>4.</b> ο [[οποίος]], που («καὶ ἔστιν ἔπη μαντικὰ ὁπόσ' ἐπελεξάμεθα», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>5.</b> (η δοτ. του ουδ. και το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)<br /><i>ὁπόσῳ</i> και <i>ὁπόσα</i><br />α) όσες ή πόσες φορές περισσότερο<br />β) [[κατά]] πόσους τρόπους («διαλογισώμεθα ὁπόσα ἡμῑν ὁ σοφιστὴς [[πέφανται]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἤρετο ὁπόσου» — ρώτησε με πόσο [[τίμημα]], με ποια [[τιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφ. αντων. [[ὁπόσος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yο</i>-της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και την ερωτ. αντων. [[πόσος]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁπόσος]], Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. [[ὁππόσος]] και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. [[ὁκόσος]], -η, -ον)<br /><b>(αντων.)</b><br /><b>1.</b> όσο [[πολύς]], όσο [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (για αριθμό, [[ποσότητα]], [[μέγεθος]], [[διάστημα]]) πόσο [[πολύς]], πόσο [[μεγάλος]]<br /><b>3.</b> τόσο [[πολύς]], τόσο [[μεγάλος]]<br /><b>4.</b> ο [[οποίος]], που («καὶ ἔστιν ἔπη μαντικὰ ὁπόσ' ἐπελεξάμεθα», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>5.</b> (η δοτ. του ουδ. και το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)<br /><i>ὁπόσῳ</i> και <i>ὁπόσα</i><br />α) όσες ή πόσες φορές περισσότερο<br />β) [[κατά]] πόσους τρόπους («διαλογισώμεθα ὁπόσα ἡμῖν ὁ σοφιστὴς [[πέφανται]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἤρετο ὁπόσου» — ρώτησε με πόσο [[τίμημα]], με ποια [[τιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφ. αντων. [[ὁπόσος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yο</i>-της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και την ερωτ. αντων. [[πόσος]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, -η, -ον)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος
3. τόσο πολύς, τόσο μεγάλος
4. ο οποίος, που («καὶ ἔστιν ἔπη μαντικὰ ὁπόσ' ἐπελεξάμεθα», Παυσ.)
5. (η δοτ. του ουδ. και το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)
ὁπόσῳ και ὁπόσα
α) όσες ή πόσες φορές περισσότερο
β) κατά πόσους τρόπους («διαλογισώμεθα ὁπόσα ἡμῖν ὁ σοφιστὴς πέφανται», Πλάτ.)
6. φρ. «ἤρετο ὁπόσου» — ρώτησε με πόσο τίμημα, με ποια τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὁπόσος έχει σχηματιστεί από το θ. yο-της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. πόσος (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].