Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υποκόρισμα: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(43)
 
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑποκόρισμα]], -ίσματος, ΝΜΑ [[ὑποκορίζομαι]]<br />όνομα που δηλώνει υποκορισμό, χαϊδευτική, θωπευτική [[ονομασία]] προσώπου ή πράγματος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[υποκοριστικός]] [[τύπος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με κακή σημ.) [[μίμηση]] («[[ὑπόκρισις]]... τὸ ἀγενὲς τῆς ἀρετῆς [[ὑποκόρισμα]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ομοιότητα]] σε μικρό ή ανεπαρκή βαθμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κολακευτική [[ονομασία]] για [[κάτι]] το [[κακό]], το ευτελές («τοῡτο ἦν [[ὑποκόρισμα]] χρεῶν ἀποκοπῆς», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=το / [[ὑποκόρισμα]], -ίσματος, ΝΜΑ [[ὑποκορίζομαι]]<br />όνομα που δηλώνει υποκορισμό, χαϊδευτική, θωπευτική [[ονομασία]] προσώπου ή πράγματος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[υποκοριστικός]] [[τύπος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με κακή σημ.) [[μίμηση]] («[[ὑπόκρισις]]... τὸ ἀγενὲς τῆς ἀρετῆς [[ὑποκόρισμα]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ομοιότητα]] σε μικρό ή ανεπαρκή βαθμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κολακευτική [[ονομασία]] για [[κάτι]] το [[κακό]], το ευτελές («τοῦτο ἦν [[ὑποκόρισμα]] χρεῶν ἀποκοπῆς», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 28 March 2021

Greek Monolingual

το / ὑποκόρισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
όνομα που δηλώνει υποκορισμό, χαϊδευτική, θωπευτική ονομασία προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.-μσν.
υποκοριστικός τύπος
μσν.
1. (με κακή σημ.) μίμησηὑπόκρισις... τὸ ἀγενὲς τῆς ἀρετῆς ὑποκόρισμα», Ευστ.)
2. ομοιότητα σε μικρό ή ανεπαρκή βαθμό
μσν.-αρχ.
κολακευτική ονομασία για κάτι το κακό, το ευτελές («τοῦτο ἦν ὑποκόρισμα χρεῶν ἀποκοπῆς», Πλούτ.).