επερωτώ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπερωτῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποβάλλω]] [[επερώτηση]] στη Βουλή ή στη Γερουσία<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ρωτώ]], [[ζητώ]] να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῖν καὶ ὅ, τι μή», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συμφωνώ]] με [[ομολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρωτώ]]<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] [[ερώτηση]], [[υποβάλλω]] σε [[ψηφοφορία]] («τοὺς μὴ αἰτοῦντας [[μηδὲ]] λαβεῖν ἀξιοῦντας τὴν ἀρχὴν οὐδ' ἐπερωτᾱν προσῆκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>4.</b> [[υποβάλλω]] νέα [[ερώτηση]]<br /><b>7.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον («ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῡ ἐπιδεῑξαι αὐτοῑς», ΚΔ).
|mltxt=(AM ἐπερωτῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποβάλλω]] [[επερώτηση]] στη Βουλή ή στη Γερουσία<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ρωτώ]], [[ζητώ]] να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῖν καὶ ὅ, τι μή», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συμφωνώ]] με [[ομολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρωτώ]]<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] [[ερώτηση]], [[υποβάλλω]] σε [[ψηφοφορία]] («τοὺς μὴ αἰτοῦντας [[μηδὲ]] λαβεῖν ἀξιοῦντας τὴν ἀρχὴν οὐδ' ἐπερωτᾱν προσῆκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>4.</b> [[υποβάλλω]] νέα [[ερώτηση]]<br /><b>7.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον («ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῡ ἐπιδεῑξαι αὐτοῖς», ΚΔ).
}}
}}

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπερωτῶ, -άω)
νεοελλ.
υποβάλλω επερώτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία
αρχ.-μσν.
ρωτώ, ζητώ να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῖν καὶ ὅ, τι μή», Ξεν.)
μσν.
(νομ.) συμφωνώ με ομολογία
αρχ.
1. ρωτώ
2. προβάλλω ερώτηση, υποβάλλω σε ψηφοφορία («τοὺς μὴ αἰτοῦντας μηδὲ λαβεῖν ἀξιοῦντας τὴν ἀρχὴν οὐδ' ἐπερωτᾱν προσῆκεν», Δημοσθ.)
3. υπόσχομαι
4. υποβάλλω νέα ερώτηση
7. παρακαλώ κάποιον («ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῡ ἐπιδεῑξαι αὐτοῖς», ΚΔ).