Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έτης: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔτης]], ὁ (Α)<br />I. <b>στον πληθ.</b> oἱ [[ἔται]]<br /><b>1.</b> οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα [[μέλη]] [[μεγάλης]] οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> συνέστιοι φίλοι ([[αλλά]] συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν [[συγγένεια]]) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γείτονες ἠδὲ [[ἔται]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔτας]]<br />τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»<br /><b>4.</b> οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῑς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />II. (σπαν. στον εν.) ὁ [[ἔτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει κάποια [[δημόσια]] [[αρχή]], ο [[ιδιώτης]] («[[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ' [[ἔτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[φίλος]] («[[ἔτης]] Ἡρακλῆος», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>swe</i>-<i>t</i>-<i>ā</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swe</i>- (πρβλ. <i>ἕ</i>) παρεκτεταμένη με -<i>t</i>. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας [[ψίλωση]] και [[δίγαμμα]]. To <i>Fέτᾱς</i> συνδέεται με αρχ. ρωσ. <i>svatŭ</i> (IE <i>sw</i><i>ō</i><i>tos</i>) «[[κουνιάδος]]», λιθ. <i>svẽčias</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>swetjos</i>) «φιλοξενούμενος» (<b>βλ.</b> και λ. [[εταίρος]]). Η λ. [[έτης]] στον Όμηρο σήμαινε «[[οικείος]], [[μακρινός]] [[συγγενής]]», [[αλλά]] αργότερα πήρε τη σημ. «[[πολίτης]], [[δημότης]]» (<b>Πίνδ.</b> <b>Θουκ.</b>) και «[[ιδιώτης]]» (τραγικοί)].
|mltxt=[[ἔτης]], ὁ (Α)<br />I. <b>στον πληθ.</b> oἱ [[ἔται]]<br /><b>1.</b> οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα [[μέλη]] [[μεγάλης]] οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> συνέστιοι φίλοι ([[αλλά]] συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν [[συγγένεια]]) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γείτονες ἠδὲ [[ἔται]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔτας]]<br />τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»<br /><b>4.</b> οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῖς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />II. (σπαν. στον εν.) ὁ [[ἔτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει κάποια [[δημόσια]] [[αρχή]], ο [[ιδιώτης]] («[[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ' [[ἔτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[φίλος]] («[[ἔτης]] Ἡρακλῆος», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>swe</i>-<i>t</i>-<i>ā</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swe</i>- (πρβλ. <i>ἕ</i>) παρεκτεταμένη με -<i>t</i>. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας [[ψίλωση]] και [[δίγαμμα]]. To <i>Fέτᾱς</i> συνδέεται με αρχ. ρωσ. <i>svatŭ</i> (IE <i>sw</i><i>ō</i><i>tos</i>) «[[κουνιάδος]]», λιθ. <i>svẽčias</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>swetjos</i>) «φιλοξενούμενος» (<b>βλ.</b> και λ. [[εταίρος]]). Η λ. [[έτης]] στον Όμηρο σήμαινε «[[οικείος]], [[μακρινός]] [[συγγενής]]», [[αλλά]] αργότερα πήρε τη σημ. «[[πολίτης]], [[δημότης]]» (<b>Πίνδ.</b> <b>Θουκ.</b>) και «[[ιδιώτης]]» (τραγικοί)].
}}
}}

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἔτης, ὁ (Α)
I. στον πληθ. oἱ ἔται
1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε», Ομ. Ιλ.
β. «γείτονες ἠδὲ ἔται», Ομ. Οδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἔτας
τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»
4. οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῖς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», Θουκ.)
II. (σπαν. στον εν.) ὁ ἔτης
1. αυτός που δεν κατέχει κάποια δημόσια αρχή, ο ιδιώτηςοὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ», Αισχύλ.)
2. ο φίλοςἔτης Ἡρακλῆος», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < swe-t-ā < ΙΕ ρίζα swe- (πρβλ. ) παρεκτεταμένη με -t. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας ψίλωση και δίγαμμα. To Fέτᾱς συνδέεται με αρχ. ρωσ. svatŭ (IE swōtos) «κουνιάδος», λιθ. svẽčias (< ΙΕ swetjos) «φιλοξενούμενος» (βλ. και λ. εταίρος). Η λ. έτης στον Όμηρο σήμαινε «οικείος, μακρινός συγγενής», αλλά αργότερα πήρε τη σημ. «πολίτης, δημότης» (Πίνδ. Θουκ.) και «ιδιώτης» (τραγικοί)].