επιτιμητής: Difference between revisions

From LSJ

ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλοντεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once

Source
(14)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α [[ἐπιτιμητής]]) [[επιτιμώ]]<br />ο [[κατήγορος]], αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων [[βαρύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμητής]] («νῡν δέ αὑτοὶ [[ἦσαν]] καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[τιμωρός]] («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς [[ἡγούμενος]] τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α [[ἐπιτιμητής]]) [[επιτιμώ]]<br />ο [[κατήγορος]], αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων [[βαρύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμητής]] («νῦν δέ αὑτοὶ [[ἦσαν]] καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[τιμωρός]] («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς [[ἡγούμενος]] τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) επιτιμώ
ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. εκτιμητής («νῦν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)
2. τιμωρός («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», Πλάτ.).