επιτίμαιος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτίμαιος]] και ἐπιτιμαῑος, ὁ (Α)<br />(κωμ. [[παρωνύμιο]] του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους<br />(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρατσούκλι ([[παρωνύμιο]]) του ιστορικού Τιμαίου: [[επιτίμαιος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιτιμώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τιμαίος]] (> <i>Τίμαιος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[τιμώ]]].
|mltxt=[[ἐπιτίμαιος]] και ἐπιτιμαῖος, ὁ (Α)<br />(κωμ. [[παρωνύμιο]] του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους<br />(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρατσούκλι ([[παρωνύμιο]]) του ιστορικού Τιμαίου: [[επιτίμαιος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιτιμώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τιμαίος]] (> <i>Τίμαιος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[τιμώ]]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιτίμαιος και ἐπιτιμαῖος, ὁ (Α)
(κωμ. παρωνύμιο του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους
(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατσούκλι (παρωνύμιο) του ιστορικού Τιμαίου: επιτίμαιος < επιτιμώ (πρβλ. τιμαίος (> Τίμαιος) < τιμώ].