ακραίος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(2)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -αίο (Α ἀκραῑος, -α, -ον) [[ἄκρος]]<br />αυτός που βρίσκεται στο [[άκρο]], [[ακρινός]], [[έσχατος]], [[τελευταίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παίρνει [[θέση]] τών [[άκρων]], [[έξαλλος]], [[αδιάλλακτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που κατοικεί στα ύψη<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀκραῑα</i><br />α) τα [[άκρα]] του σώματος<br />β) ακρότητες, υπερβολές.
|mltxt=-αία, -αίο (Α ἀκραῖος, -α, -ον) [[ἄκρος]]<br />αυτός που βρίσκεται στο [[άκρο]], [[ακρινός]], [[έσχατος]], [[τελευταίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παίρνει [[θέση]] τών [[άκρων]], [[έξαλλος]], [[αδιάλλακτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που κατοικεί στα ύψη<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀκραῑα</i><br />α) τα [[άκρα]] του σώματος<br />β) ακρότητες, υπερβολές.
}}
}}

Revision as of 12:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

-αία, -αίο (Α ἀκραῖος, -α, -ον) ἄκρος
αυτός που βρίσκεται στο άκρο, ακρινός, έσχατος, τελευταίος
νεοελλ.
αυτός που παίρνει θέση τών άκρων, έξαλλος, αδιάλλακτος
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που κατοικεί στα ύψη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκραῑα
α) τα άκρα του σώματος
β) ακρότητες, υπερβολές.