υπεξαιρώ: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ [[ἐξαιρῶ]]<br />(στην αρχ. το μέσ. <i>ὑπεξαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>) [[αφαιρώ]], [[οικειοποιούμαι]] [[ξένο]] [[πράγμα]] το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για [[φύλαξη]] (α. «υπεξαίρεσε [[πολλά]] χρήματα από την [[υπηρεσία]] του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]] [[κρυφά]] («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῡσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] [[κρυφά]] ή σταδιακά<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> [[πραγματεύομαι]] [[κάτι]] ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο<br /><b>5.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εξαιρώ]], [[αποκλείω]] («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]], [[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]], [[εξασφαλίζω]] («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> εξαφανίζομαι<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — [[κάνω]] [[εξαίρεση]] <b>(Θεόπομπ.)</b>.
|mltxt=ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ [[ἐξαιρῶ]]<br />(στην αρχ. το μέσ. <i>ὑπεξαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>) [[αφαιρώ]], [[οικειοποιούμαι]] [[ξένο]] [[πράγμα]] το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για [[φύλαξη]] (α. «υπεξαίρεσε [[πολλά]] χρήματα από την [[υπηρεσία]] του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] από [[μέσα]], [[αφαιρώ]] [[κρυφά]] («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῦσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] [[κρυφά]] ή σταδιακά<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> [[πραγματεύομαι]] [[κάτι]] ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο<br /><b>5.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εξαιρώ]], [[αποκλείω]] («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[διατηρώ]], [[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]], [[εξασφαλίζω]] («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> εξαφανίζομαι<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — [[κάνω]] [[εξαίρεση]] <b>(Θεόπομπ.)</b>.
}}
}}

Revision as of 13:05, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ ἐξαιρῶ
(στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῦμαι, -έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ κρυφά («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῦσι τῶν κτανόντων οἱ πάλαι θανόντες», Σοφ.)
2. καταστρέφω κρυφά ή σταδιακά
3. απαλλάσσω κάποιον από κάτι
4. (ρητ.) πραγματεύομαι κάτι ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο
5. μετριάζω
6. μέσ. α) εξαιρώ, αποκλείω («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», Πλούτ.)
β) διατηρώ, βάζω κατά μέρος, εξασφαλίζω («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», Δημοσθ.)
7. παθ. εξαφανίζομαι
8. φρ. «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — κάνω εξαίρεση (Θεόπομπ.).