χορηγώ: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "αῑρο" to "αῖρο") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγώ]] Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[είμαι]] [[χορηγός]], [[καταβάλλω]] τις δαπάνες για την [[συγκρότηση]] δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], επιδοτώ, [[επιχορηγώ]], [[χρηματοδοτώ]] (α. «τα [[μέσα]] για την [[εκδήλωση]] χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ | |mltxt=χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγώ]] Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[είμαι]] [[χορηγός]], [[καταβάλλω]] τις δαπάνες για την [[συγκρότηση]] δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], επιδοτώ, [[επιχορηγώ]], [[χρηματοδοτώ]] (α. «τα [[μέσα]] για την [[εκδήλωση]] χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῖς ἰδίαις χρείαις χορηγοῦσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[παρέχω]], [[δίνω]], [[προμηθεύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ο [[ηγέτης]], ο [[κορυφαίος]] του χορού, [[οδηγώ]] τον χορό («χορῷ χορηγεῖν», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[προεξάρχω]] σε [[κάτι]], [[ηγούμαι]] σε [[κάτι]] («οἱ τοῦ Ἡρακλείτου ἑταῖροι χορηγοῦσι τούτου τοῦ λόγου [[μάλα]] ἐρρωμένως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] άφθονα σε κάποιον<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα και [[πολεμοφόδια]] τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ [[στρατόπεδον]] τοῖς ἐπιτηδείοις», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 28 March 2021
Greek Monolingual
χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α χορηγός
1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.)
2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α. «τα μέσα για την εκδήλωση χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῖς ἰδίαις χρείαις χορηγοῦσιν», Διόδ.)
3. (γενικά) παρέχω, δίνω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι
αρχ.
1. είμαι ο ηγέτης, ο κορυφαίος του χορού, οδηγώ τον χορό («χορῷ χορηγεῖν», Σιμων.)
2. (γενικά) προεξάρχω σε κάτι, ηγούμαι σε κάτι («οἱ τοῦ Ἡρακλείτου ἑταῖροι χορηγοῦσι τούτου τοῦ λόγου μάλα ἐρρωμένως», Πλάτ.)
3. παρέχω κάτι άφθονα σε κάποιον
4. (ειδικά) εφοδιάζω με τρόφιμα και πολεμοφόδια τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις», Πολ.).