ιωβηλαίο: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(18)
 
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ (Α ἰωβηλαῑον, τὸ και ἰωβηλαῑος και [[ἰώβηλος]], ὁ)<br />(στους Εβραίους) το τελευταίο [[έτος]] [[κάθε]] πεντηκονταετίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιορτή]] για τη [[συμπλήρωση]] ορισμένου αριθμού (25, 50, 100) ετών από κάποιο [[γεγονός]] και ειδικότερα για τη [[συμπλήρωση]] [[πενήντα]] ετών (α. «το [[ζεύγος]] γιόρτασε το [[ιωβηλαίο]] τών γάμων του» β. «γιορτάστηκε το [[ιωβηλαίο]] της εφημερίδας»)<br /><b>2.</b> (στους Ρωμαιοκαθολικούς) [[άφεση]] αμαρτιών από τον πάπα [[κατά]] την άνοδό του στον θρόνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ Ἰωβηλαῑα</i><br />[[τίτλος]] απόκρυφου βιβλίου της ΠΔ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>y</i><i>ō</i><i>bh</i><i>ē</i><i>l</i> «[[βούκινο]], [[σάλπιγγα]]». Η [[ονομασία]] της λ. οφείλεται στο ότι με τον ήχο της σάλπιγγας δήλωναν την [[έναρξη]] του τελευταίου έτους [[κάθε]] πεντηκονταετίας].———————— ἰωβηλαῑος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ιωβηλαίο]].
|mltxt=τὸ (Α ἰωβηλαῖον, τὸ και ἰωβηλαῖος και [[ἰώβηλος]], ὁ)<br />(στους Εβραίους) το τελευταίο [[έτος]] [[κάθε]] πεντηκονταετίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιορτή]] για τη [[συμπλήρωση]] ορισμένου αριθμού (25, 50, 100) ετών από κάποιο [[γεγονός]] και ειδικότερα για τη [[συμπλήρωση]] [[πενήντα]] ετών (α. «το [[ζεύγος]] γιόρτασε το [[ιωβηλαίο]] τών γάμων του» β. «γιορτάστηκε το [[ιωβηλαίο]] της εφημερίδας»)<br /><b>2.</b> (στους Ρωμαιοκαθολικούς) [[άφεση]] αμαρτιών από τον πάπα [[κατά]] την άνοδό του στον θρόνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ Ἰωβηλαῖα</i><br />[[τίτλος]] απόκρυφου βιβλίου της ΠΔ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>y</i><i>ō</i><i>bh</i><i>ē</i><i>l</i> «[[βούκινο]], [[σάλπιγγα]]». Η [[ονομασία]] της λ. οφείλεται στο ότι με τον ήχο της σάλπιγγας δήλωναν την [[έναρξη]] του τελευταίου έτους [[κάθε]] πεντηκονταετίας].<br />ἰωβηλαῖος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ιωβηλαίο]].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

τὸ (Α ἰωβηλαῖον, τὸ και ἰωβηλαῖος και ἰώβηλος, ὁ)
(στους Εβραίους) το τελευταίο έτος κάθε πεντηκονταετίας
νεοελλ.
1. γιορτή για τη συμπλήρωση ορισμένου αριθμού (25, 50, 100) ετών από κάποιο γεγονός και ειδικότερα για τη συμπλήρωση πενήντα ετών (α. «το ζεύγος γιόρτασε το ιωβηλαίο τών γάμων του» β. «γιορτάστηκε το ιωβηλαίο της εφημερίδας»)
2. (στους Ρωμαιοκαθολικούς) άφεση αμαρτιών από τον πάπα κατά την άνοδό του στον θρόνο
αρχ.
στον πληθ. τὰ Ἰωβηλαῖα
τίτλος απόκρυφου βιβλίου της ΠΔ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. yōbhēl «βούκινο, σάλπιγγα». Η ονομασία της λ. οφείλεται στο ότι με τον ήχο της σάλπιγγας δήλωναν την έναρξη του τελευταίου έτους κάθε πεντηκονταετίας].
ἰωβηλαῖος, ὁ (Α)
βλ. ιωβηλαίο.