νεωλκώ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(27)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α νεωλκῶ, -έω) [[νεωλκός]]<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], [[έλκω]] [[πλοίο]] στο [[νεώλκιο]] («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ανθρώπινο [[σώμα]]) [[ανεβάζω]] («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.).
|mltxt=(Α νεωλκῶ, -έω) [[νεωλκός]]<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], [[έλκω]] [[πλοίο]] στο [[νεώλκιο]] («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ανθρώπινο [[σώμα]]) [[ανεβάζω]] («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.).
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

(Α νεωλκῶ, -έω) νεωλκός
1. σύρω πλοίο στην ξηρά, έλκω πλοίο στο νεώλκιο («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», Πολυδ.)
2. μτφ. (σχετικά με ανθρώπινο σώμα) ανεβάζω («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.).