ἐρεθιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erethistikos
|Transliteration C=erethistikos
|Beta Code=e)reqistiko/s
|Beta Code=e)reqistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for irritation]], σημεῖον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>48</span>: c. gen., [[provocative]], ὀρέξεως Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.3.120e</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Sch.<span class="bibl">Il.16.36</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[irritation]], σημεῖον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>48</span>: c. gen., [[provocative]], ὀρέξεως Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.3.120e</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Sch.<span class="bibl">Il.16.36</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:50, 5 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεθιστικός Medium diacritics: ἐρεθιστικός Low diacritics: ερεθιστικός Capitals: ΕΡΕΘΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: erethistikós Transliteration B: erethistikos Transliteration C: erethistikos Beta Code: e)reqistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for irritation, σημεῖον Hp.Acut.48: c. gen., provocative, ὀρέξεως Diph.Siph. ap. Ath.3.120e. Adv. -κῶς Sch.Il.16.36.

German (Pape)

[Seite 1023] anreizend, τινός, z. B. ὀρέξεως Diphil. Ath. III, 120 e; Eust. – Adv., Schol. Il. 16, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεθιστικός: ή, ον, ἀνήκων εἰς ἐρεθισμόν, σημεῖον ἐρεθιστικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. 15, ὡς καὶ νῦν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐρεθίζῃ, διεγερτικός, μετὰ γεν., ἐρεθιστικὰ ὀρέξεως Δίφ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε. Ἐπίρρ. -κῶς. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 36.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρεθιστικός, -ή, -όν) ερεθίζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, διεγερτικός, παροξυντικός, προκλητικός (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»).
επίρρ...
ερεθιστικώς και -ά (AM ἐρεθιστικῶς)
με τρόπο που προκαλεί ερεθισμό.