τμητοσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τμητο-σί˘δηρος, ον,<br />cut [[down]] with [[iron]], Anth.
|mdlsjtxt=τμητο-σῐ́δηρος, ον,<br />cut [[down]] with [[iron]], Anth.
}}
}}

Revision as of 09:10, 7 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητοσίδηρος Medium diacritics: τμητοσίδηρος Low diacritics: τμητοσίδηρος Capitals: ΤΜΗΤΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: tmētosídēros Transliteration B: tmētosidēros Transliteration C: tmitosidiros Beta Code: tmhtosi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], ον, A cut down with iron, ὕλη AP14.19.

German (Pape)

[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).

Greek (Liddell-Scott)

τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupé par le fer.
Étymologie: τμητός, σίδηρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
κομμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος.

Greek Monotonic

τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).

Middle Liddell

τμητο-σῐ́δηρος, ον,
cut down with iron, Anth.