εὐσθενέω: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσθενέω''': ἔχω καλὸν σωματικὸν [[σθένος]], εἶμαι [[ἰσχυρός]], ὑγιής, Εὐρ. Κύκλ. 2· ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 22., 20. 18, | |lstext='''εὐσθενέω''': ἔχω καλὸν σωματικὸν [[σθένος]], εἶμαι [[ἰσχυρός]], ὑγιής, Εὐρ. Κύκλ. 2· ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 22., 20. 18, μετὰ διαφ. γραφ. εὐθενέω. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:30, 20 April 2021
English (LSJ)
A to be strong, healthy, Hp.Morb.Sacr.10 (prob.l.), E.Cyc.2, Arist.Pr.862a11, 925a3 (v.l. εὐθενέω); f.l. for εὐθενεῖν, A.Eu.895; so prob. in D.C.53.8.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσθενέω: ἔχω καλὸν σωματικὸν σθένος, εἶμαι ἰσχυρός, ὑγιής, Εὐρ. Κύκλ. 2· ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 22., 20. 18, μετὰ διαφ. γραφ. εὐθενέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être vigoureux, robuste;
2 p. ext. se trouver bien.
Étymologie: εὐσθενής.
Greek Monotonic
εὐσθενέω: είμαι δυνατός, υγιής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐσθενέω: быть сильным, крепким Eur., Arst.