κάπνισις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπνισις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἐκτεθειμένος εἰς τὸν καπνὸν, τὸ καπνίζεσθαι, ἡ δὲ [[κάπνισις]] | |lstext='''κάπνισις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἐκτεθειμένος εἰς τὸν καπνὸν, τὸ καπνίζεσθαι, ἡ δὲ [[κάπνισις]] μετὰ δακτύου Ἀριστ. Πρβλ. 10. 51. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:35, 20 April 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A exposure to smoke, Arist.Pr. 896b9.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, das Räuchern, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κάπνισις: -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἐκτεθειμένος εἰς τὸν καπνὸν, τὸ καπνίζεσθαι, ἡ δὲ κάπνισις μετὰ δακτύου Ἀριστ. Πρβλ. 10. 51.
Greek Monolingual
κάπνισις, ἡ (Α) καπνίζω
το να είναι κάποιος εκτεθειμένος σε καπνό.
Russian (Dvoretsky)
κάπνῐσις: εως ἡ подвергание действию дыма Arst.