κατατεθαρρηκότως: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατεθαρρηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, [[μετὰ]] θάρρους [[πεποιθότως]], τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει [[ἀνειμένως]] και κ.
|lstext='''κατατεθαρρηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους [[πεποιθότως]], τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει [[ἀνειμένως]] και κ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:41, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατεθαρρηκότως Medium diacritics: κατατεθαρρηκότως Low diacritics: κατατεθαρρηκότως Capitals: ΚΑΤΑΤΕΘΑΡΡΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: katatetharrēkótōs Transliteration B: katatetharrēkotōs Transliteration C: katatetharrikotos Beta Code: katateqarrhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταθαρρέω, A boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.

Greek (Liddell-Scott)

κατατεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους πεποιθότως, τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει ἀνειμένως και κ.

Greek Monolingual

κατατεθαρρηκότως (Α)
επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. του ρ. καταθαρρώ].

Russian (Dvoretsky)

κατατεθαρρηκότως: adv. храбро, отважно Polyb., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.