μοναρχέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μοναρχέω''': Ἰων. μουν-, εἶμαι [[μόναρχος]] ἢ [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· [[μετὰ]] γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.
|lstext='''μοναρχέω''': Ἰων. μουν-, εἶμαι [[μόναρχος]] ἢ [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· μετὰ γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:54, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναρχέω Medium diacritics: μοναρχέω Low diacritics: μοναρχέω Capitals: ΜΟΝΑΡΧΕΩ
Transliteration A: monarchéō Transliteration B: monarcheō Transliteration C: monarcheo Beta Code: monarxe/w

English (LSJ)

Ion. μουν-, A to be sovereign, Pi.P.4.165, Pl.R.576b; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this king's time, Hdt.5.61, cf. 46; κατὰ νόμους μ. Pl.Plt.301b: c. gen., ἑκόντων μ. Arist.Pol.1295a16:—Pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ib.1255b19. II hold the office of μόναρχος at Cos, SIG805.6, Sor.Vit. Hippocr.

German (Pape)

[Seite 201] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. μουναρχέω, Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος, Arist. pol. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μοναρχέω: Ἰων. μουν-, εἶμαι μόναρχοςἀπόλυτος κύριος, Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· μετὰ γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commander seul, régner souverainement.
Étymologie: μόναρχος.

English (Slater)

μοναρχέω
   1 be sole ruler “μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν” (P. 4.165) c. dat. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μο[να]ρχε[ῖν] Ἄργει (Pae. 4.29)

Greek Monotonic

μοναρχέω: (μόναρχος), Ιων. μουν-, μέλ. -ήσω, είμαι απόλυτα άρχοντας, μονάρχης, σε Πίνδ., Πλάτ.· ἐπὶτούτου μουναρχέοντος, κατά την περίοδο που ήταν απόλυτος άρχοντας, σε Ηρόδ.· με γεν., ἑκόντων μοναρχούντων, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μοναρχέω: ион. μουναρχέω единолично владычествовать, одному управлять, неограниченно царствовать (μ. καὶ βασιλεύειν Pind.; κατὰ νόμους Plat.): ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος Her. в его царствование; μ. τινων Arst. царствовать над кем-л.

Middle Liddell

μοναρχέω, μόναρχος
to be sovereign, Pind., Plat.; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this monarch's time, Hdt.; c. gen., ἑκόντων μ. Arist.