ἀναδικάζω: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδῐκάζω''': ἀποφασίζω ἐκ νέου, [[δικάζω]] ἐφεσιβληθεῖσαν ὑπόθεσιν, τὰ γνωσθέντα Φίλων 1. 299. ΙΙ. Μέσ., ἀνανεώνω δίκην [[μετὰ]] τὴν ἀναίρεσιν τῆς πρώτης ἀποφάσεως, Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. καὶ Πολυδ. 8. 23.
|lstext='''ἀναδῐκάζω''': ἀποφασίζω ἐκ νέου, [[δικάζω]] ἐφεσιβληθεῖσαν ὑπόθεσιν, τὰ γνωσθέντα Φίλων 1. 299. ΙΙ. Μέσ., ἀνανεώνω δίκην μετὰ τὴν ἀναίρεσιν τῆς πρώτης ἀποφάσεως, Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. καὶ Πολυδ. 8. 23.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδῐκάζω Medium diacritics: ἀναδικάζω Low diacritics: αναδικάζω Capitals: ΑΝΑΔΙΚΑΖΩ
Transliteration A: anadikázō Transliteration B: anadikazō Transliteration C: anadikazo Beta Code: a)nadika/zw

English (LSJ)

A decide again, hear on appeal, τὰ γνωσθέντα Ph.1.299: abs., reverse a decision, AP5.221 (Agath.). II Med., renew an action after a previous judgement had been cancelled, Is.Fr.145.

German (Pape)

[Seite 186] sein Urtheil abändern, Agath. 10 (V, 222); med., einen Rechtshandel von neuem anfangen, Isaeus bei Poll. u. Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδῐκάζω: ἀποφασίζω ἐκ νέου, δικάζω ἐφεσιβληθεῖσαν ὑπόθεσιν, τὰ γνωσθέντα Φίλων 1. 299. ΙΙ. Μέσ., ἀνανεώνω δίκην μετὰ τὴν ἀναίρεσιν τῆς πρώτης ἀποφάσεως, Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. καὶ Πολυδ. 8. 23.

Spanish (DGE)

(ἀναδῐκάζω)
jur.
I act.
1 juzgar de nuevo, juzgar en apelación Ph.1.299.
2 revocar un juicio o sentencia, AP 5.222 (Agath.).
II med. apelar, entablar acción de nuevo Is.Fr.46, PSI 767.41 (IV a.C.).

Greek Monolingual

ἀναδικάζω)
(νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση της πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δικάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση].

Russian (Dvoretsky)

ἀναδῐκάζω:
1) менять свой суд (ἀνεδίκαζε Πάρις Anth.);
2) med. начинать сызнова судебный процесс Isae.