πιλωτός: Difference between revisions
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pilotos | |Transliteration C=pilotos | ||
|Beta Code=pilwto/s | |Beta Code=pilwto/s | ||
|Definition=ή, όν<b class="b3">, (πιλόω)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[πιλητός]], [[of felt]], <b class="b3">σκηναὶ π</b>., of the Scythians, <span class="bibl">Str.7.3.17</span> ; τιάρας περικείμενοι πιλωτάς <span class="bibl">Id.15.3.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[compressed]], = Lat. [[densus]], Serv.Dan.ad Verg.<span class="title">A.</span>12.121.</span> | |Definition=ή, όν<b class="b3">, (πιλόω)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[πιλητός]], [[of felt]], <b class="b3">σκηναὶ π</b>., of the Scythians, <span class="bibl">Str.7.3.17</span>; τιάρας περικείμενοι πιλωτάς <span class="bibl">Id.15.3.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[compressed]], = Lat. [[densus]], Serv.Dan.ad Verg.<span class="title">A.</span>12.121.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:17, 22 May 2021
English (LSJ)
ή, όν, (πιλόω) A = πιλητός, of felt, σκηναὶ π., of the Scythians, Str.7.3.17; τιάρας περικείμενοι πιλωτάς Id.15.3.15. II compressed, = Lat. densus, Serv.Dan.ad Verg.A.12.121.
German (Pape)
[Seite 615] = πιλητός; dah. τιάρας περικείμενοι πιλωτάς, Strab. 15, 3, 15; D. Hal. 2, 64 nennt den pileus der römischen flamines πιλωτά.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλωτός: -ή, -όν, (πιλόω) = πιλητός, ὁ ἐκ πιλήματος συμπεπιλημένος, σκηναὶ π., ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, Στράβ. 307· τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς ὁ αὐτ. 733· καὶ ὁ Διον. Ἁλ. 2. 64 καλεῖ τοὺς πίλους (pilei) τῶν Ρωμαίων ἱερέων (Flamines) πιλωτά· πρβλ. πιλοφόρος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. πιλητός.
Étymologie: πιλόω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ πίλος
1. ο κατασκευασμένος από πίλημα
2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πιλωτόν
ο σκούφος για τον ύπνο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πιλωτά
οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων
αρχ.
συμπιεσμένος.
Greek Monotonic
πῑλωτός: -ή, -ό, αυτός που είναι φτιαγμένος από τσόχα, τσόχινος, σε Στράβ.