ὀνείρειος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oneireios | |Transliteration C=oneireios | ||
|Beta Code=o)nei/reios | |Beta Code=o)nei/reios | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of dreams]], ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν <span class="bibl">Od.4.809</span> ; ἐν πύλαις ὀνειρείαις <span class="bibl">Babr.30.8</span>.</span> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of dreams]], ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν <span class="bibl">Od.4.809</span>; ἐν πύλαις ὀνειρείαις <span class="bibl">Babr.30.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:59, 22 May 2021
English (LSJ)
α, ον, A of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8.
German (Pape)
[Seite 345] zum Traume gehörig, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Thoren der Träume, Od. 4, 809.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les songes.
Étymologie: ὄνειρος.
English (Autenrieth)
ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.
Greek Monolingual
ὀνείρειος, -εία, -ον (Α) όνειρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
Greek Monotonic
ὀνείρειος: -α, -ον (ὄνειρος), ονειρικός, αυτός που ανήκει στη σφαίρα του ονείρου, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνείρειος: ведущий в царство или из царства сновидений (πύλαι Hom.).
Middle Liddell
ὀνείρειος, η, ον ὄνειρος
dreamy, of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι at the gates of dreams, Od.