ὁμόχωρος: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ;" to ";") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omochoros | |Transliteration C=omochoros | ||
|Beta Code=o(mo/xwros | |Beta Code=o(mo/xwros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[neighbouring]], [ἔθνη] D.C.<span class="title">Fr.</span>74.1 ; οἱ ὁ. <span class="bibl">Id.38.45.2</span>, al.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[neighbouring]], [ἔθνη] D.C.<span class="title">Fr.</span>74.1; οἱ ὁ. <span class="bibl">Id.38.45.2</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:15, 23 May 2021
English (LSJ)
ον, A neighbouring, [ἔθνη] D.C.Fr.74.1; οἱ ὁ. Id.38.45.2, al.
German (Pape)
[Seite 342] aus gleichem Lande, Landsmann, D. Cass. – Auch angrenzend, benachbart?
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόχωρος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας, συντοπίτης, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. Peiresc 79, κτλ. ΙΙ. ὁ πλησιόχωρος, γείτων. - Ὁ τύπος ὁμοχώριος ἀπαντᾷ ἐν Γλωσσ.
Greek Monolingual
-η, -ο και ομοχώριος, -α, -ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, -ον)
1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης
2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι
(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην ίδια φορολογική περιφέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. στενό-χωρος. Ο τ. ὁμοχώριος < ομ(ο)- + -χώριος (< χῶρος), πρβλ. εγ-χώριος].
Russian (Dvoretsky)
ὁμόχωρος: ὁ земляк Plut.